- τετραστάτηρος
- τετρα-στάτηρος [στᾰ], ον,A costing four staters,
σωτηρία Ar.Ec.413
.II τετραστάτηρον, τό, a four-stater piece, Arist.Fr. 529.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σωτηρία Ar.Ec.413
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τετραστάτηρος — ον, Α 1. αυτός που έχει αξία τεσσάρων στατήρων («ὁρᾱτε μὲν δεόμενον σωτηρίας τετραστατήρου καὐτόν», Αριστοφ.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ τετραστάτηρον νόμισμα αξίας τεσσάρων στατήρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + στατήρ, ῆρος (πρβλ. δεκα στάτηρος)] … Dictionary of Greek
τετραστάτηρον — τετραστάτηρος costing four staters masc/fem acc sg τετραστάτηρος costing four staters neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετραστατήρου — τετραστάτηρος costing four staters masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετρ(α)- — ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. πετρα και θεσσαλ. τ. πετρο , Α α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο αριθμητικό τέσσερεις (για τη μορφή βλ. λ. τέσσερεις) και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι,… … Dictionary of Greek